χρωμετερωπία

χρωμετερωπία
η, Ν
ιατρ. η ετεροχρωμία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρώμα + ετερο-* + -ωπία (< -ωψ, -ωπος < θ. οπ- τού όπωπα*), πρβλ. μυ-ωπία].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”